διαχώρισμα

διαχώρισμα
το (ΑΝ)
σχίσμα, διαίρεση
νεοελλ.
διάφραγμα, χώρισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαχώρισμα — cleft neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχώρισμα — το ό,τι χωρίζει ένα χώρο στα δύο: Μια ξύλινη κατασκευή λειτουργεί ως διαχώρισμα ανάμεσα στην κουζίνα και την τραπεζαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαχωρίσματα — διαχώρισμα cleft neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… …   Dictionary of Greek

  • διάζευγμα — το (Α διάζευγμα) το διαχώρισμα, το διάφραγμα αρχ. δίκτυο διωρύγων …   Dictionary of Greek

  • διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… …   Dictionary of Greek

  • σιφάριον — τὸ ή σιφάριος, ὁ, ΜΑ [σίφαρος] μικρό παραπέτασμα, διαχώρισμα …   Dictionary of Greek

  • φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… …   Dictionary of Greek

  • θυρίδα — η 1. μικρό παράθυρο, φεγγίτης: Θυρίδα της καμπίνας του πλοίου. 2. μικρή πόρτα. 3. ιδιαίτερος χώρος για την τοποθέτηση εγγράφων, επιστολών κτλ.: Για κάθε ένοικο μιας πολυκατοικίας υπάρχει ιδιαίτερη θυρίδα για την αλληλογραφία του. 4. μικρό άνοιγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραβάν — το (λ. γαλλ.), προπέτασμα που απομονώνει τη θέα ή προφυλάγει από τον αγέρα, αλλ. διαχώρισμα: Στις εκλογές χρησιμοποιούνται παραβάν, για να ψηφίζουν κρυφά οι εκλογείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”